- ραδιουργικός
- -ή, -ό, Ν [ραδιουργία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιουργία2. (για πρόσ.) αυτός που χρησιμοποιεί ραδιουργίες ή αυτός που ρέπει προς τη χρήση ραδιουργιών.επίρρ...ραδιουργικώς / ῥᾳδιουργικῶς ΝΜ, και ραδιουργικά Νμε ραδιουργικό τρόπο, με ραδιουργίες.
Dictionary of Greek. 2013.